- συντακτήριον
- συντακτήριοςarrangingmasc/fem acc sgσυντακτήριοςarrangingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обѣщаныи — (52) прич. страд. прош. 1. Прич. страд. прош. к обѣщати в 1 знач.: всехъ скърбьныхъ избывъше. ѡбѣщана˫а ѹлѹчимъ бл҃га˫а. ИларПоуч XI сп. XII–XIII, 210б; ѡбаче аще и обѣщанаго. намъ цр(с)тви˫а нб(с)наго слабостью не наслѣдѹѥмъ. КН 1280, 608б;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συντακτήριος — ον, ΜΑ [συντακτήρ] το αρσ. ως ουσ. ὁ συντακτήριος (ενν. λόγος) αποχαιρετιστήριος λόγος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ συντακτήριον ο συντακτήριος λόγος αρχ. συντακτικός … Dictionary of Greek